κύρτωσις
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
εως, ἡ, A bulging, of blood-vessels, Sor. 2.8. 2 convexity of the sea's surface, Theo Sm.p.122 H. 3 being humpbacked, Gal.18(1).494, Vett.Val.109.35; τοῦ σώματος Ptol.Tetr.151 (pl.). II κύρτωσις· τὸ μέσον τῆς ῥάχεως, EM774.12.
German (Pape)
[Seite 1538] ἡ, das Krümmen, Wölben, die Krümmung, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κύρτωσις: -εως, ἡ, καμπύλωσις, καμπούριασμα, κυρίως δὲ κατὰ τὸ μέσον τῆς ῥάχεως, Γαλην. 12. 367, Ἐτυμολ. Μέγ. 774. 12. 2) = πομφόλυξ, φυσσαλίς, ἐπὶ ὕδασιν εὐδιάλυτοι κυρτώσεις Ἐτυμολ. Μέγ. 682. 11.