τίρων
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ωνος, ὁ, = Lat. tiro, recruit, PSI9.1063.5, 25 (ii A.D.); written τείρων (q.v.) ib.12; found mostly in gen. pl.; the dat. pl. τιρόναις BGU21 ii 11, iii 4 (iv A.D.) points to nom. sg. τιρόνης ( τιρώνης).
Greek Monolingual
και τείρων, -ωνος και τιρόνης, ὁ, Α
νεοσύλλεκτος στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, -ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»].