ἄπηκτος

From LSJ
Revision as of 19:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπηκτος Medium diacritics: ἄπηκτος Low diacritics: άπηκτος Capitals: ΑΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: ápēktos Transliteration B: apēktos Transliteration C: apiktos Beta Code: a)/phktos

English (LSJ)

ον, A not capable of being solidified, Arist.Mete.385b1, GA 735b30, HA520a8. 2 not solid, θεμέλια Sor.1.47.

Spanish (DGE)

-ον
1 insolidificable ἀ. ὅσα μὴ ἔχει ὑγρότητα Arist.Mete.385b1, ἀήρ Arist.GA 735b30, πιμελή Arist.HA 520a8, τὸ ὑγρόν Arist.Sens.438a22.
2 que no es sólido θεμέλια Sor.34.23.

German (Pape)

[Seite 290] = ἀπαγής, Arist. gen. anim. 2, 2.

Russian (Dvoretsky)

ἄπηκτος: не густеющий, не твердеющий, не застывающий (ἀήρ, πιμελή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄπηκτος: -ον, ὁ μὴ πηγνύμενος, ὁ μὴ γινόμενος πηκτός, ὁ ἀνεπίδεκτος στερεοποιήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 6, κ. ἐξ., πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 7, Ἱστ. Ζ. 3. 17, 1.

Greek Monolingual

κ. άπηχτος -η, -ο (Α ἄπηκτος, -ον)
αυτός που δεν έχει πήξει, μαλακός
νεοελλ.
φρ. «το μυαλό του είναι άπηχτο ακόμη» — δεν συμπεριφέρεται με ωριμότητα, παιδιαρίζει
αρχ.
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.