ὀξυθάνατος
English (LSJ)
[θᾰ], ον, A dying quickly, shortlived, Eun. Hist.p.269 D., Heliod.Astr. in Cat.Cod.Astr.4.154. II killing quickly, Str.17.2.4 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 352] schnell tödtend, ἀσπίς, Strab. 17, 2, im compar.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθάνᾰτος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, βραχύβιος, Εὐναπ. Ἐκλογ. σ. 293 ἔκδ. Mai. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ταχέως φονεύων, Στράβ. 823.
Greek Monolingual
ὀξυθάνατος, -ον (Α)
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, λιγόζωος, βραχύβιος
2. αυτός που προκαλεί τον θάνατο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, που φονεύει ταχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + θάνατος.