πρόμετρος

From LSJ
Revision as of 11:35, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόμετρος Medium diacritics: πρόμετρος Low diacritics: πρόμετρος Capitals: ΠΡΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: prómetros Transliteration B: prometros Transliteration C: prometros Beta Code: pro/metros

English (LSJ)

ον, A = μακρός, Sm.2 Ki. 21.20. II πρόμετρον, τό, previous measure, of a unit, Syrian. in Metaph.134.26.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόμετρος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πρόμετρο
το ακραίο τμήμα του σχοινιδίου του δρομομέτρου τών πλοίων
αρχ.
1. μακρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόμετρον
η προηγούμενη μονάδα μέτρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. επίμετρος].