ἀκατάστροφος

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάστροφος Medium diacritics: ἀκατάστροφος Low diacritics: ακατάστροφος Capitals: ΑΚΑΤΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: akatástrophos Transliteration B: akatastrophos Transliteration C: akatastrofos Beta Code: a)kata/strofos

English (LSJ)

ον, never-ending, Favor. ap. Stob.4.15.29; of a literary period, without conclusion, D.H.Comp.22. Adv. -φως incessantly, Chrysipp.Stoic.2.273.

Spanish (DGE)

-ον
I 1ret. que no tiene conclusión, inconcluso περίοδος D.H.Comp.22.42.
2 que nunca acaba, ilimitado ἀπέρατόν τι καὶ ἀκατάστροφον ἡ γεωργία ἦν Fauorin.Fr.107.
II adv. -ως sin fin Chrysipp.Stoic.2.273, Alex.Aphr.Fat.44.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάστροφος: -ον, ὁ μηδέποτε τελευτῶν, παρὰ Στοβ. 374. 22. -ἐπὶ ὕφους ἢ περιόδου ἐν τῷ λόγῳ μὴ γλαφυρῶς καὶ καλῶς τελευτώσης, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 168. Schäf.

Greek Monolingual

ἀκατάστροφος, -ον (Α) καταστρέφω
1. αυτός που δεν τελειώνει ποτέ, ο συνεχής
2. αυτός που δεν τελειώνει όπως πρέπει, που δεν έχει ωραίο τέλος (αποδίδεται σε ύφος η σε περίοδο του λόγου).