ἀδιαφόρητος
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
ον, A not evaporating or perspiring, Alex. Trall.2. II showing no difference, Iamb.in Nic.p.76 P.
Spanish (DGE)
-ον
1 mat. indiferente ὁ (ἀριθμὸς) πλευρικός Iambl.in Nic.76
•gener. indiferente, de cualquier tipo σήψις Eust.41.24.
2 medic. que no suda κεφαλή Alex.Trall.2.59.27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαφόρητος: -ον, ὁ μὴ ἐξατμιζόμενος ἢ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ διὰ τῶν πόρων τοῦ σώματος, Ἰατρ.