προμάντευμα

Revision as of 21:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A prediction, Ael.Fr.329. 2 presentiment, Mich.in PN77.10.

German (Pape)

[Seite 733] τό, Weissagung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προμάντευμα: τό, πρόρρησις, προφητεία, Σουΐδ. ἐν λ. τόνον, Βυζ.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ, και προμάντεμα, Ν προμαντεύω
πρόρρηση, προφητεία
νεοελλ.-μσν.
προαίσθηση.