πρόρρηση
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek Monolingual
η / πρόρρησις, -ήσεως, ΝΑ προλέγω
η πρόγνωση του μέλλοντος, προφητεία
αρχ.
1. συμβουλή που δίνεται σε κάποιον από πριν («μάχης δὲ οὐκ ἦρχον δεδιότες οἱ στρατηγοὶ τὴν πρόρρησιν τῶν Ἀθηναίων», Θουκ.)
2. προκήρυξη
3. (ρητ.) προεισαγωγικός ισχυρισμός
4. στον πληθ. αἱ προρρήσεις
οι δηλώσεις που γίνονταν δημοσίως, όπως λ.χ. στην περίπτωση δίκης για φόνο.