ἑλκεσίπεπλος

Revision as of 20:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

[ῐ], ον, trailing the robe, with long train, Il.6.442, al., Mus.286, Nonn.D.1.103.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
• Alolema(s): ἐλκ- Alc.130(b).18
epít. de personajes fem. la que arrastra el peplo, la de largo peplo Τρῳάδες Il.6.442, 7.297, 22.105, Καδμηΐδες Hes.Fr.193.2, Λ[εσβί]αδες Alc.l.c., cf. Arist.Mir.840b16, Νηρεΐς Nonn.D.1.103, Ἡρώ Musae.286.

German (Pape)

[Seite 798] gewandnachschleppend, mit langem Schleppkleide; Hom. dreimal, Τρωάδας ἑλκεσιπέπλους Versende, Iliad. 6, 442. 7, 297. 22, 105; – Ἡρώ Mus. 285; Νηρηΐς Nonn. 1, 103.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui traîne son voile, càd au long voile.
Étymologie: ἕλκω, πέπλος.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκεσίπεπλος: влачащий (свою) одежду, т. е. одетый в длинное платье (Τρωάδες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκεσίπεπλος: -ον, ἡ ἕλκουσα τὸν πέπλον, τὴν μακρὰν ἐσθῆτα, ἐπὶ τῶν Τρῳάδων γυναικῶν, Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους Ἰλ. Η. 297, κτλ.

English (Autenrieth)

with trailing robe, epithet of Trojan women. (Il.)

Greek Monolingual

ἑλκεσίπεπλος, -ον (Α)
φρ. «Τρῳάδας ἑλκεσιπέπλους» — τις Τρωάδες που σέρνεται ο πέπλος τους, με τους μακριούς πέπλους.

Greek Monotonic

ἑλκεσίπεπλος: -ον, αυτός που φορά ένδυμα με μακριά ουρά, πέπλο που κυλιέται και σύρεται κάτω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἑλκεσί-πεπλος, ον
trailing the robe, with long train, Il.