περίσφιγξις
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
εως, ἡ, tying tight all round, constriction, Herm. ap. Stob.1.49.69; βρόχων Sor.2.40 (pl.), cf. Pall.in Hp.12.284C.
German (Pape)
[Seite 595] ἡ, das Herum- oder Zusammenbinden, Stob. ecl. I p. 1096.
Greek (Liddell-Scott)
περίσφιγξις: ἡ, τὸ δένειν ὁλόγυρα σφιγκτά, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1096.