μυλήκορον
From LSJ
English (LSJ)
τό, (κόρος C) broom for cleaning a mill, Fest.s.v. molucrum, Poll.6.94: hence generally, broom, Archipp.22.
German (Pape)
[Seite 217] τό, Mühlenbesen, Archipp. com. Poll. 10, 29.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλήκορον: τό, (κόρος) σάρωθρον πρὸς καθαρισμὸν μύλου, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 18.
Greek Monolingual
μυλήκορον, τὸ (Α)
1. σκούπα για καθαρισμό μύλου
2. (γενικά) σκούπα, σάρωθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κόρος «σκούπα»].