ἐσχαρίτης
From LSJ
σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer
English (LSJ)
[ῑ] (sc. ἄρτος), ὁ, bread baked over the fire, Antidot.3, Crobyl.2, LXX 2 Ki.6.19, J.AJ7.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰρίτης: (δηλ. ἄρτος), ὁ, ἄρτος ὠπτημένος ἐπὶ ἐσχάρας, Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 2, Κρώβυλος ἐν «Ἀπαγχομένῳ» 2. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐσχαρίτης· ἄρτος ἔγκρυπτος».
German (Pape)
[ῑ], ὁ, ἄρτος, auf dem Rost gebackenes Brot, bei Ath. III.109c, 115e; nach Poll. 6.78 ein rhodisches Gebäck, zwischen Brot und Kuchen.