συγγένειος

From LSJ
Revision as of 15:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγένειος Medium diacritics: συγγένειος Low diacritics: συγγένειος Capitals: ΣΥΓΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: syngéneios Transliteration B: syngeneios Transliteration C: syggeneios Beta Code: sugge/neios

English (LSJ)

ον, akin, kindred, Ζεὺς σ. presiding over kindred, E.Fr.1000.

Russian (Dvoretsky)

συγγένειος: охраняющий родственные узы (Ζεύς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συγγένειος: -ον, συγγενικός, συγγένειος Ζεύς, “ὁ τὰ τῆς συγγενείας δίκαια ἐφορῶν” Εὐριπ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 5 (Εὐρ. Ἀποσπ. 988): - συγγενειάζω, εἶμαι συγγενὴς πρός τινα, συγγενεύω, τινὶ Ἐπιφάν. τ. 1, σελ. 986. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 324.

Greek Monolingual

-ον, Α συγγενής
συγγενικός.