κροκοδιλέα

From LSJ
Revision as of 07:38, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "eye-salve" to "eyesalve")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκοδῑλέα Medium diacritics: κροκοδιλέα Low diacritics: κροκοδιλέα Capitals: ΚΡΟΚΟΔΙΛΕΑ
Transliteration A: krokodiléa Transliteration B: krokodilea Transliteration C: krokodilea Beta Code: krokodile/a

English (LSJ)

ἡ, dung of the κροκόδιλος χερσαῖος, used as an eyesalve, Plin.HN28.108.

Greek Monolingual

κροκοδιλέα, ἡ (Α) κροκόδιλος
η κόπρος τών χερσαίων κροκοδείλων, δηλ. τών διαφόρων ειδών σαύρας, την οποία χρησιμοποιούσαν ως αλοιφή για τα μάτια.