γλωττοειδής

Revision as of 12:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, tongue-shaped, Arist.HA528b30; γλωσσ, v.l. in Dsc.4.88.

Russian (Dvoretsky)

γλωττοειδής: имеющий форму языка Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γλωττοειδής: ἐς, ἔχων σχῆμα γλώσσης, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 2, 22, κτλ.· ἐν Διοσκ. 2. 216 γλωσσοειδής.

Greek Monolingual

-ές (AM)
βλ. γλωσσοειδής.