τορνίσκος

Revision as of 16:46, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

English (LSJ)

ὁ, Dim. (in form) of τόρνος, Ph.Bel.53.4, IG11(2).161 A105 (Delos, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, dim. von τόρνος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τορνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τόρνος, τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μικρός τόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].