ἐργοτεχνίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, skilled craftsman, expert, Orph.Fr.180, Iamb.Myst.9.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐργοτεχνίτης: -ου, ὁ, τεχνίτης ἔργων, = τεχνίτης, Ἰάμβλ. π. Μυστ. σ. 165.
German (Pape)
[ῑ], ὁ, Werkkünstler, Iambl.