διέραμαι

Revision as of 16:47, 28 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "f. l." to "f.l.")

English (LSJ)

love passionately, c. gen., f.l. in Pl.Ax.370b (cf. διαίρω).

Russian (Dvoretsky)

διέραμαι: страстно любить (τινος Plat. v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

διέραμαι: ἀποθ., ἀγαπῶ ἐμπαθῶς ἢ ἐμμανῶς, μετὰ γεν., Πλάτ. Ἀξ. 370Β.

Greek Monolingual

διέραμαι (αποθ.) (Α) έραμαι
αγαπώ υπερβολικά.