θαλαμευτός
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
ή, όν, hidden in a θάλαμος, θησαυρὸς Μουσᾶν Tim.Pers.245.
Greek Monolingual
θαλεμευτός, -ή, -όν (Α) θαλαμεύω
κλεισμένος σε θάλαμο, κρυμμένος σε θάλαμο.