ἐννοσίφυλλος

Revision as of 05:27, 21 August 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῐ], ον, = εἰνοσίφυλλος, Ep. for ἐνοσιφ-: ἀήτα Simon. 41.

German (Pape)

[Seite 848] p. = ἐνοσίφυλλος, blätterschüttelnd, vom Winde, Simonides bei Plut. Symp. 8, 3, 4; vgl. εἰνοσίφυλλος.

Russian (Dvoretsky)

ἐννοσίφυλλος: колеблющий листву (ἄνεμοι Simonides ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐννοσίφυλλος: -ον, = εἰνοσίφυλλος, Ἐπικ. ἀντὶ ἐνοσίφ-: ἐν Σιμωνίδ. 41 18 ἔκδ. Brg, ἐπὶ θυέλλης, ἥτις κάμνει τὰ φύλλα νὰ σείωνται.

Greek Monolingual

ἐννοσίφυλλος, -ον (Α)
επικ. τ. αντί ενοσίφυλλος, εινοσίφυλλος
(για δασώδη όρη) αυτός που έχει κινούμενα, σειόμενα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + φύλλον.