μεταδότης

From LSJ
Revision as of 04:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδότης Medium diacritics: μεταδότης Low diacritics: μεταδότης Capitals: ΜΕΤΑΔΟΤΗΣ
Transliteration A: metadótēs Transliteration B: metadotēs Transliteration C: metadotis Beta Code: metado/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one who imparts generously, παντός Phld.Oec.p.53 J. (pl.).

Greek Monolingual

ο (Α μεταδότης, θηλ. μεταδότις μεταδίδω
νεοελλ.
1. αυτός που δίνει μέρος από κάτι δικό του ή, γενικά, μέρος από κάτι
2. αυτός που μεταδίδει ή διά του οποίου μεταδίδεται ή γίνεται γνωστό κάτι
3. μεταδοτήρας
αρχ.
αυτός που δίνει κάτι με προθυμία, ελευθέριος, γενναιόδωρος.