κοντοφόρος
English (LSJ)
ον, carrying a pole or pike, Plb.Fr.225, Luc.Alex.55.
German (Pape)
[Seite 1482] Stangen, Spieße tragend; στρατιῶται Poll. 1, 131; Luc. Alex. 55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
muni d'un épieu.
Étymologie: κοντός, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοντοφόρος -ον [κοντός, φέρω] lansdragend.
Russian (Dvoretsky)
κοντοφόρος: несущий копье (στρατιώτης Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κοντοφόρος: -ον, φέρων κοντὸν ἤτοι δόρυ, λόγχην, Λουκ. Ἀλέξ. 55.
Greek Monolingual
κοντοφόρος, -ον (ΑM)
στρατιώτης οπλισμένος με κοντάρι, με δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυφόρος, λογχοφόρος.
Greek Monotonic
κοντοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοντάρι ή δόρυ, σε Λουκ.