κοντοφόρος

Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

English (LSJ)

ον, carrying a pole or pike, Plb.Fr.225, Luc.Alex.55.

German (Pape)

[Seite 1482] Stangen, Spieße tragend; στρατιῶται Poll. 1, 131; Luc. Alex. 55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
muni d'un épieu.
Étymologie: κοντός, φέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοντοφόρος -ον [κοντός, φέρω] lansdragend.

Russian (Dvoretsky)

κοντοφόρος: несущий копье (στρατιώτης Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κοντοφόρος: -ον, φέρων κοντὸν ἤτοι δόρυ, λόγχην, Λουκ. Ἀλέξ. 55.

Greek Monolingual

κοντοφόρος, -ον (ΑM)
στρατιώτης οπλισμένος με κοντάρι, με δόρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. δορυφόρος, λογχοφόρος.

Greek Monotonic

κοντοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά κοντάρι ή δόρυ, σε Λουκ.

Middle Liddell

κοντο-φόρος, ον φέρω
carrying a pole or pike, Luc.