ἀπρόοδος
From LSJ
English (LSJ)
ον, not proceeding or emanating, ἡ [τοῦ ἑνὸς] φύσις Dam. Pr.34.
Spanish (DGE)
-ον
fil. que no emana εἰ ἄρα τὸ ἓν μόνον τῇ αὐτοῦ φύσει ἐστιν ἀπρόοδον Dam.Pr.48, (ἡ φύσις) Dam.Pr.34, cf. 81.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόοδος: -ον, ὁ μὴ προερχόμενος ἐξ οἱασδήποτε αἰτίας ἢ ἀρχῆς, αὐθύπαρκτος, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Δαμάσκ. π. Ἀρχ. σ. 224. 23.