ἀπρόοδος

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόοδος Medium diacritics: ἀπρόοδος Low diacritics: απρόοδος Capitals: ΑΠΡΟΟΔΟΣ
Transliteration A: apróodos Transliteration B: aproodos Transliteration C: aproodos Beta Code: a)pro/odos

English (LSJ)

ἀπρόοδον, not proceeding or emanating, ἡ [τοῦ ἑνὸς] φύσις Dam. Pr.34.

Spanish (DGE)

-ον
fil. que no emana εἰ ἄρα τὸ ἓν μόνον τῇ αὐτοῦ φύσει ἐστιν ἀπρόοδον Dam.Pr.48, (ἡ φύσις) Dam.Pr.34, cf. 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόοδος: -ον, ὁ μὴ προερχόμενος ἐξ οἱασδήποτε αἰτίας ἢ ἀρχῆς, αὐθύπαρκτος, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Δαμάσκ. π. Ἀρχ. σ. 224. 23.