θορόεις
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
εσσα, εν, in embryo, βρέφος θ. Opp.C.3.522.
German (Pape)
[Seite 1215] εσσα, εν, saamenartig, noch im Keime, unentwickelt, βρέφος Opp. Cyn. 3, 522.
Greek (Liddell-Scott)
θορόεις: εσσα, εν, ἐν ἐμβρύῳ, ἐν σπέρματι, βρέφος θ. Ὀππ. Κυν. 3. 522.
Greek Monolingual
θορόεις, -εσσα, -εν (Α) θορός
αυτός που δεν έχει ακόμη σχηματιστεί, αυτός που είναι σπέρμα, έμβρυο.