ἀνείσοδος
English (LSJ)
ον, without entrance or access, Plu.Dio7, Pyrrh.29.
Spanish (DGE)
-ον
desprovisto de entrada, αὐλή Plu.Dio 7, πόλις Plu.Pyrrh.29.
German (Pape)
[Seite 220] unzugänglich, Plut. Dion. 7 σπουδαίοις ἀνδράσιν αὐλή; vgl. Pyrrh. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, εἴσοδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνείσοδος: неприступный, недоступный (πόλις, αὐλή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείσοδος: -ον, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, σπουδαίοις ἀνδράσι: ἄβατον καὶ ἀνείσοδον οὖσαν [τὴν αὐλὴν] Πλουτ. Δίων 7, ἀνείσοδον ἔσεσθαι τὴν πόλιν, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν, Πύρρ. 29.
Greek Monolingual
ἀνείσοδος, -ον (Α)
απρόσιτος, απροσπέλαστος.
Greek Monotonic
ἀνείσοδος: -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή πρόσβαση, σε Πλούτ.