inaccessible
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἄβατος, P. δύσβατος, δυσπρόσοδος, δυσπρόσβατος.
not to be invaded: P. δυσείσβολος.
Of persons: P. δυσπρόσοδος, V. δυσπρόσιτος, ἄπλατος, ἀπροσήγορος, δυσπρόσοιστος.
be inaccessible, v.: P. ἀπροσοίστως ἔχειν; see unapproachable.