δρυμόνιος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
α, ον, haunting the woods, epithet of Artemis, Orph.H. 36.12.
Spanish (DGE)
(δρῡμόνιος) -α, -ον de los bosques epít. de Ártemis, Orph.H.36.12.
Greek (Liddell-Scott)
δρῡμόνιος: -α, -ον, ὁ διατρίβων εἰς τὰ δάση, Ὀρφ. Ὕμν. 35. 12.
Greek Monolingual
δρυμόνιος, -α, -ον (Α)
αυτός που ζει στα δάση.