τιμοκράτης
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Full diacritics: τῑμοκράτης | Medium diacritics: τιμοκράτης | Low diacritics: τιμοκράτης | Capitals: ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΣ |
Transliteration A: timokrátēs | Transliteration B: timokratēs | Transliteration C: timokratis | Beta Code: timokra/ths |
[ᾰ], ου, ὁ, a 'timocrat' (cf. sq.), Asp.in EN 182.8.
ὁ, Α
άρχων κατά τη διάρκεια ισχύος τιμοκρατικού πολιτεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης].