μενοινή
English (LSJ)
ἡ, eager desire, Call.Jou.90, A.R.1.894, AP11.350 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 133] ἡ (μένος, μενοινάω), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt προθυμία; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο τελέω Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
μενοινή: ἡ желание, стремление Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μενοινή: ἡ, ἔνθερμος ἐπιθυμία, Καλλ. εἰς Δία 90, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 894, Ἀνθ. Π. 41. 350.
Greek Monolingual
μενοινή, ἡ (Α)
έντονη, θερμή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μενοινῶ «επιθυμώ σφοδρά, επιζητώ»].
Greek Monotonic
μενοινή: ἡ, σφοδρή επιθυμία, σε Ανθ.