μενοινάω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
Ep. μενοινώω Il.13.79; 3sg. μενοινάᾳ 19.164: Ep. impf. μενοίνεον 12.59; 3sg. ἐμενοίνα Hes.Sc.368, μενοίνα Od.11.532, Theoc. 25.62: aor. μενοίνησεν Od.2.36; subj. μενοινήσωσι Il.10.101; opt. μενοινήσειε 15.82 (but subj. μενοινήῃσι Aristarch.), Od.2.248: (μένος): —= μενεαίνω, desire eagerly, φρεσὶν ᾗσι μ. Od.2.34; μετὰ φρεσὶ σῇσι Il.14.264; θυμῷ, ἐνὶ θυμῷ, 19.164, Od.2.248: mostly c. acc. rei, ib. 285, al.; ἔργα πολλὰ μ. Pi.N.11.45; νόῳ ὅγε πολλὰ μενοίνα Theoc. l.c.: also c. pres. inf., μ. πολεμίζειν Il.19.164, cf. Od.22.217: c. aor. inf., 2.248, 21.157, Pi.P.1.43; also μενοίνεον εἰ τελέουσι were eager to see whether... Il.12.59: rarely abs., ὧδε μενοινῶν so eager [for battle], 15.293; μ. τινί τι design or purpose something against one, κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα Od.11.532: c. dat. rei alone, strive for a thing, μ. χρήμασι Thgn.461.—Ep. and Lyr., twice in Trag., in pres., τί ποτε μενοινᾷ; S.Aj.341; νιν σφάξαι μενοινᾷς E.Cyc.448; once in Ar., pres., ἐξελεῖν ἡμῶν μενοινῶν… τἀνθρήνια V.1080.
German (Pape)
[Seite 132] u. ep. zsgzgn u. gedehnt μενοινώω, Il. 13, 79, wie μενοινώων, Ap. Rh. 4, 1255; μενοινάᾳ, Il. 19, 164, u. so conj. μενοινήῃσι mit Aristarch 15, 82 zu lesen, wo Bekkers Interpunktion Buttmanns u. Spitzners Gründe für den opt. μενοιήσειε widerlegt (μένος, vgl. μενεαίνω); heftig verlangen, begehren, im Sinne haben, beabsichtigen; mit dem accus., ὅ τι φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, Il. 14, 221, τίη δὲ σὺ ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς, ib. 264, σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, ἣν σὺ μενοινᾷς, Od. 2, 285, öfter; auch κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα, er sann auf Uebel gegen die Troer, 11, 532; – c. inf. praes., εἴπερ γὰρ θυμῷ γε μενοινάᾳ πολεμίζειν, Il. 19, 164, vgl. 10, 101 Od. 2, 36, u. aor., ἔλπετ' ἐνὶ φρεσὶν ἠδὲ μενοινᾷ γῆμαι Πηνελόπειαν, 21, 157, vgl. 2, 248; – ἔργα πολλά Pind. N. 11, 45; βαλεῖν P. 1, 53; χρήμασι μενοινᾶν, Dingen nachtrachten, nachstreben, Theogn. 461. Einzeln auch bei den folgenden Dichtern; σφάξαι νιν μενοινᾷς Eur. Cycl. 447; ἐξελεῖν μενοινῶν τἀνθρήνια Ar. Vesp. 1080; Ap. Rh.
French (Bailly abrégé)
μενοινῶ :
impf. ἐμενοίνων, ao. ἐμενοίνησα, fut. et pf. inus.
1 songer à, penser à, méditer : τι, qch ; τί τινι, machiner qch contre qqn ; avec l'inf. méditer de faire qch;
2 désirer vivement, aspirer à, τινι.
Étymologie: μένος.
Russian (Dvoretsky)
μενοινάω: эп. μενοινώω (эп. 3 л. sing. praes. conjct. μενοινήῃσι = μενοινᾷ; эп. 3 л. sing. praes. тж. μενοινάᾳ; эп. 3 л. pl. impf. μενοίνεον - 3 л. sing. ἐμενοίνα и μενοίνα)
1 (тж. μ. φρεσί Hom.) замышлять, задумывать, затевать (κακὰ Τρώεσσι Hom.; ἔργα πολλά Pind.);
2 гореть желанием, намереваться (πολεμίζειν Hom.; ἐξελεῖν τι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μενοινάω: Ἐπικ. μενοινώω Ἰλ. Ν. 79· β΄ καὶ γ΄ ἑν. μενοινᾷς, -νᾷ, Ἰλ. Ξ. 221, 264, Ὀδ. Β. 34, 92, κτλ.· ἐπιτεταμ. μενοινάᾳ Ἰλ. Τ. 164· μετοχ. μενοινῶν Ἰλ.· Ἐπικ. παρατ. μενοίνεον Ἰλ. Μ. 59· παρατ. γ΄ ἑν. ἐμενοίνα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 368, μενοίνα Ὅμ.· ἀόρ. μενοίνησεν Ὀδ. Β. 36· ὑποτακτ. μενοινήσῃ, -ωσι αὐτόθι 248, Ἰλ. Κ. 101· εὐκτ. μενοινήσειε Ο. 82, ἔνθα ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραψε τύπον ὑποτακτ. μενοινήῃσι, ἀλλ’ ἴδε Spitzn ἐν τόπῳ· (μένος). Ὡς τὸ μενεαίνω, ἐπιθυμῶ τι σφοδρῶς, προθυμοῦμαι, ἐπιζητῶ, φροντίζω, Ὅμ., ὅστις συχνάκις προσθέτει φρεσὶν ᾗσι, φρεσὶ σῇσι μ., ἐπιθυμεῖ ἐν τῇ καρδίᾳ του, ἐπιθυμεῖς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, μετὰ φρεσὶ σῇσι Ἰλ. Ο. 264· θυμῷ, ἐνὶ θυμῷ Τ. 164, Ὀδ. Β. 248. - Συντάσσ. τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. πράγμ., Β. 285, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως οὐχὶ σπανίως μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ., ὡς Ἰλ. Τ. 164, Ὀδ. Χ. 217· ἢ μετ’ ἀπαρ. ἀορ., ὡς Β. 248, Φ. 157, καὶ οὕτω Πινδ. Π. 1. 83· ὡσαύτως, μενοίνεον εἰ τελέουσιν, ἦσαν πρόθυμοι, ἐπεθύμουν σφόδρα νὰ ἴδωσιν ἐάν…, Ἰλ. Μ. 59· - σπανίως κεῖται ἀπολ., ὧδε μενοινῶν, τόσον πρόθυμος [πρὸς μάχην], Ο. 292· - μ. τινί τι, σχεδιάζω ἢ διανοοῦμαι κακόν τι ἐναντίον ἑτέρου, κακὰ δὲ Τρώεσσι μενοίνα Ὀδ. Λ. 532· ἀλλὰ μετὰ δοτ. πράγμ. μόνον, ἰδίως προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω τι, μ. χρήμασι Θέογν. 461. - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ., δὶς παρὰ τοῖς Τραγ. κατ’ ἐνεστ., τί ποτε μεμοινᾷ; τί νὰ θέλῃ; τί νὰ ἐπιθυμῇ; Σοφ. Αἴ. 341· νιν σφάξαι μενοινᾷς Εὐρ. Κύκλ. 448· καὶ ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ὡσαύτως κατ’ ἐνεστ., ἐξελεῖν ἡμῶν μενοινῶν πρὸς βίαν τἀνθρήνια, διανοούμενος νὰ ἁρπάσῃ διὰ τῆς βίας τὰ κηρία ἡμῶν. Σφ. 1080.
English (Autenrieth)
subj. μενοινάᾳ, μενοινήῃσι, aor. 1 ἐμενοίνησα: have in mind, ponder (Il. 12.59), intend, devise; φρεσί, μετὰ φρεσί, ἐνὶ θῦμῷ, ὁδόν, νόστον, κακά τινι, Od. 11.532.
English (Slater)
μενοινάω desire eagerly ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες (N. 11.45) c. inf., λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (O. 1.58) ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν, ἔλπομαι (P. 1.43)
Greek Monotonic
μενοινάω: (μένος), Επικ. μενοινώω, Επικ. γʹ ενικ. μενοινάα· Επικ. παρατ. μενοίνεον, γʹ ενικ. μενοίνα· Επικ. αόρ. αʹ μενοίνησα, ευκτ. μενοινήσειε· επιθυμώ σφοδρά, κλίνω, είμαι έτοιμος για κάτι, με αιτ., σε Όμηρ.· επίσης, με απαρ., είμαι πρόθυμος να κάνω (κάτι), στον ίδ.· αμτβ., ὧδε μενοινῶν, τόσο πρόθυμα, σε Ομήρ. Ιλ.· μενοινῶ τί τινι, σχεδιάζω ή έχω σκοπό κάτι εναντίον κάποιου, κακὰ Τρώεσσι μενοίνα, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ. πράγμ., αγωνίζομαι για κάτι, σε Θέογν.
Middle Liddell
μενοινάω, μένος
to desire eagerly, to be bent on a thing, c. acc., Hom.: also c. inf. to be eager to do, Hom.:—absol., ὧδε μενοινῶν so eager, Il.:— μ. τί τινι to design or purpose something against one, κακὰ Τρώεσσι μενοίνα Od.; c. dat. rei, to strive for a thing, Theogn. [from μενοινή
English (Woodhouse)
ponder, brood on, contemplate mentally, cudgel one's brains, meditate on, ponder on, rack one's brains, reflect on, reflect upon, take into consideration, think of, wrack one's brains