συντετμημένως

From LSJ
Revision as of 19:09, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντετμημένως Medium diacritics: συντετμημένως Low diacritics: συντετμημένως Capitals: ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syntetmēménōs Transliteration B: syntetmēmenōs Transliteration C: syntetmimenos Beta Code: suntetmhme/nws

English (LSJ)

Adv., (συντέμνω) concisely, Sch.Th.8.53, Tz.H.2.489.

Greek (Liddell-Scott)

συντετμημένως: Ἐπίρρ., ἐν συντομίᾳ, συντόμως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 52, Ττέτζ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. εν συντομία, συντόμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντετμημένος του συντέμνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].