συντετμημένως
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Full diacritics: συντετμημένως | Medium diacritics: συντετμημένως | Low diacritics: συντετμημένως | Capitals: ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΩΣ |
Transliteration A: syntetmēménōs | Transliteration B: syntetmēmenōs | Transliteration C: syntetmimenos | Beta Code: suntetmhme/nws |
Adv., (συντέμνω) concisely, Sch.Th.8.53, Tz.H.2.489.
συντετμημένως: Ἐπίρρ., ἐν συντομίᾳ, συντόμως, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 52, Ττέτζ.
Α
επίρρ. εν συντομία, συντόμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντετμημένος του συντέμνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].