ἰσχητήριος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
α, ον, (ἴσχω) astringent, Hp.Loc.Hom.20, cf. Erot.
Greek Monolingual
ἰσχητήριος, -ία, -ον (Α) ίσχω
στυπτικός, στυφός.