διχόστομος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον, = δίστομος 11, δορὸς πλᾶκτρον S.Fr.152.
Spanish (DGE)
(δῐχόστομος) -ον
de doble filo δορὸς διχόστομον πλᾶκτρον moharra de doble filo de la lanza S.Fr.152.
German (Pape)
[Seite 647] = δίστομος, Soph. frg. 164.
Russian (Dvoretsky)
διχόστομος: Soph. = δίστομος.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόστομος: -ον, = δίστομος ΙΙ, Σοφ. Ἀποσπ. 164.
Greek Monolingual
διχόστομος, -ον (Α)
δίστομος.