μελητέον

From LSJ
Revision as of 14:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελητέον Medium diacritics: μελητέον Low diacritics: μελητέον Capitals: ΜΕΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: melētéon Transliteration B: melēteon Transliteration C: meliteon Beta Code: melhte/on

English (LSJ)

one must take thought, τοῦ λανθάνειν Pl. R.365e.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de μέλω.

Russian (Dvoretsky)

μελητέον: adj. verb. к μέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μελητέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ φροντίσῃ περί τινος, ἡμῖν οὐ μελητέον τοῦ λαθεῖν Πλάτ. Πολ. 365D.

Greek Monotonic

μελητέον: ρημ. επίθ. του μέλω, κάτι για το οποίο πρέπει να αναληφθεί φροντίδα, τινός, σε Πλάτ.