σφηκοειδής
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ές, = σφηκώδης 1, Sch.Nic.Th.805.
Greek (Liddell-Scott)
σφηκοειδής: -ές, = σφηκώδης, Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 816 καὶ σφηκιώδης, ες, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387D. - Πρβλ. σφηκώδης.
Greek Monolingual
-ές, Α
σφηκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός «σφήκα» + -ειδής].
German (Pape)
ές, wespenartig, wespenähnlich, bes. von Menschen, die wie die Wespen eine übermäßig schlanke Taille od. einen dünnen Unterleib haben, überhaupt schmächtig, hager. S. auch σφηκώδης.