ταχύδακρυς

Revision as of 11:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

υ, gen. υος, soon moved to tears, Luc.Nav. 2.

German (Pape)

[Seite 1076] ν, gen. υος, bald od. leicht weinend, Luc. Navig. 2.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
prompt à pleurer.
Étymologie: ταχύς, δάκρυ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύδακρυς: 2, gen. υος (χῠ) плаксивый: τ. ἔς τι Luc. заливающийся слезами по поводу чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύδακρυς: υ, γεν. -υος, ὁ ταχέως εἰς δάκρυα κινούμενος, εὐκόλως δακρύων, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 2.

Greek Monolingual

-υ, Α
αυτός που δακρύζει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -δάκρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύδακρυς].

Greek Monotonic

τᾰχύδακρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που δακρύζει εύκολα, σε Λουκ.

Middle Liddell

τᾰχύ-δακρυς, υ,
soon moved to tears, Luc.