ἐπικυλίδες
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
ίδων, αἱ, upper eyelids, Poll.2.66; cf. κύλα.
German (Pape)
[Seite 955] αἱ, auch ἐπικοιλίδες geschrieben, die oberen Augenlider, Poll. 2, 66. S. κυλοιδιάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικῠλίδες: ίδων, αἱ, τὰ ἄνω βλέφαρα, «οἱ δὲ κύλον μὲν τὸ κάτωθεν βλέφαρον, τὸ δὲ ἄνωθεν ἐπικυλίδα ἢ κυλίδα» Πολυδ. Β΄, 66· ἴδε ἐν λ. κύλα.