σμώγω
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Full diacritics: σμώγω | Medium diacritics: σμώγω | Low diacritics: σμώγω | Capitals: ΣΜΩΓΩ |
Transliteration A: smṓgō | Transliteration B: smōgō | Transliteration C: smogo | Beta Code: smw/gw |
smite, cited as etym. of σμῶδιξ, EM721.23.
σμώγω: πλήττω, μνημονεύεται ὡς ῥίζα τοῦ σμῶδιξ, Ἐτυμολ. Μέγ. 721. 23.
Α
πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμώγω απαντά στο Μέγα Ετυμολογικόν, όπου θεωρείται ως ο ρηματικός τ. από τον οποίο παράγεται η λ. σμῶδιξ].