ὀρεσίφοιτος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ον, = ὀρείφοιτος, Corn.ND34.
German (Pape)
[Seite 372] = ὀρείφοιτος, Phurnut. de nat. deor. c. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσίφοιτος: -ον, = ὀρείφοιτος, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 34.
Greek Monolingual
ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος, -ον (Α)
βλ. ὀρείφοιτος·