λυσσηδόν

Revision as of 16:45, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Adv. furiously, madly, Opp.H.2.573.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσηδόν: Ἐπίρρ., μανιωδῶς, μετὰ μανίας, Ὀππ. Ἁλ. 2. 573.

Greek Monolingual

λυσσηδόν (Α)
επίρρ. λυσσωδώς, μανιωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, λυκηδόν)].

German (Pape)

auf rasende Weise, Opp. Hal. 2.573.