λυκηδόν
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
Adv., (λύκος) wolf-like, A.Fr.39.
German (Pape)
nach Art des Wolfes, Aesch. frg. 30.
Russian (Dvoretsky)
λῠκηδόν: adv. словно волк, по-волчьи Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκηδόν: Ἐπίρρ. (λύκος) κατὰ τὸν τρόπον λύκου, ὡς λύκος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 33.
Greek Monolingual
λυκηδόν (Α)
επίρρ. σαν λύκος, με τον τρόπο του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, λεοντηδόν)].