παννέφελος

Revision as of 11:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, all-cloudy, Orph.H.19.4.

German (Pape)

[Seite 460] ganz wolkig, Orph. H. 18, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παννέφελος: oν, ὅλος κατακεκαλυμμένος ὑπὸ νεφελῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 18. 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
καλυμμένος ολόκληρος από σύννεφα, εντελώς συννεφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολύνέφελος].