ἀνέσσυτο
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
3sg. Ep. aor. Pass. of ἀνασεύω, Il.11.458.
Spanish (DGE)
v. ἀνασεύομαι.
French (Bailly abrégé)
v. ἀνασεύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέσσῠτο: эп. 3 л. sing. aor. к ἀνασεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέσσῠτο: γ΄ ἑνικ. τοῦ Ἐπ. παθ. ἀορ. τοῦ ἀνασεύω, Ἰλ. Λ. 458.
English (Autenrieth)
see ἀνασεύω.
Greek Monotonic
ἀνέσσῠτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του ἀνασεύω.