ἀναχαλκεύω

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχαλκεύω Medium diacritics: ἀναχαλκεύω Low diacritics: αναχαλκεύω Capitals: ΑΝΑΧΑΛΚΕΥΩ
Transliteration A: anachalkeúō Transliteration B: anachalkeuō Transliteration C: anachalkeyo Beta Code: a)naxalkeu/w

English (LSJ)

forge anew, τὰς πύλας Ps.-Callisth.3.29.

Spanish (DGE)

1 refundir ἀνδριάντα Chrys.M.62.351.
2 fig. restablecer, renovar ἵνα τὴν ἀνθρώπου φύσιν ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν Cyr.Al.M.69.1228B
fig. devolver la vida, resusucitar Cosm.Ind.Top.3.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχαλκεύω: χαλκεύω ἐκ νέου, κατεργάζομαι ἐπὶ μετάλλων, «τῶν δὲ ἥλων τοὺς μὲν εἰς τὴν ἰδίαν περικεφαλαίαν ἀνεχάλκευσε» Ἀλεξ. Μον. 4064Β. - ἐν γένει, ἀνακαινίζω, ἀνανεῶ, «ἵνα ἀναχαλκεύσῃ πρὸς ἀφθαρσίαν τοὺς τῷ θανάτῳ κατεσχημένους», Κύριλλ.

Greek Monolingual

(AM ἀναχαλκεύω)
(για μέταλλα) χαλκεύω, κατεργάζομαι πάλι
μσν.
ανακαινίζω, ανανεώνω.