ὁπλιτοδρομέω
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
run a race in armour, Paus.1.23.11.
German (Pape)
[Seite 359] schwerbewaffnet wettlaufen, Paus. 1, 23, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλῑτοδρομέω: ἀγωνίζομαι τὸν ἀγῶνα τοῦ δρόμου φορῶν τὴν πανοπλίαν μου, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, Παυσ. 1. 23, 11.