ὀρνιθία
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ἡ, poisoning by bird-dung, Hippiatr.89.
Greek Monolingual
ὀρνιθία, ἡ (Α) [[όρνις, -ιθος]]
δηλητηρίαση με κόπρο πτηνού.