ἀπάστραψις
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
εως, ἡ, lightning, Tz.H.9.106.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ relámpago Tz.H.9.99.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάστραψις: -εως, ἡ, ἀστραπή, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 106.
Greek Monolingual
ἀπάστραψις, η (Μ)
ακτινοβολία.