κεραυνοβόλιον
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
τό, thunderbolt, Corn.ND19.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβόλιον: τό, χωρίον κεραυνόβλητον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κεραυνοβόλιον, τὸ (Α) κεραυνοβολώ
ο κεραυνός, το αστροπελέκι.